κακομήτης

κακομήτης
κακομήτης, ὁ (Α)
κακομηδής*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -μητης (< μῆτις «ευφυΐα, πανουργία, τέχνασμα), πρβλ. αγκυλο-μήτης, αιμυλο-μήτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κακομῆται — κακομήτης masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακομήτας — κακομήτᾱς , κακομήτης masc acc pl κακομήτᾱς , κακομήτης masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόμητις — κακόμητις, ήτιος, ὁ (Α) 1. κακομηδής*, κακομήτης*, απατηλός, δόλιος 2. αστρολ. στον πληθ. οι κακομήτιες οι κακοποιοί. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + μητις (< μῆτις), πρβλ. αισχρό μητις, μεγαλό μητις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”